- κυρίλλειος
- κυρίλλειος, -α, -ο και κυριλλικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αποδίδεται στον απόστολο των Σλάβων Κύριλλο: Οι Ρώσοι έχουν το κυρίλλειο αλφάβητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.